Ειδικότερα, κρίθηκε ότι:
1. Αμφισβήτηση περί τη νομιμότητα ρητής ή συναγομένης πράξεως, με την οποία τροποποιείται διοικητική σύμβαση κυρωθείσα διά νόμου, κατ’ εφαρμογήν όρου αυτής, έστω και αν με τον κυρωτικό νόμο ορίσθηκε ότι οι όροι της συμβάσεως αποκτούν ισχύ νόμου, από τρίτους, μη συμβληθέντες, δεν έχει ως αιτία την σύμβαση αλλά τον κυρωτικό της νόμο, και προκαλεί, ως εκ τούτου, ακυρωτική διαφορά. Στην περίπτωση, αντιθέτως, που την αμφισβήτηση εγείρει ο αντισυμβαλλόμενος γεννάται διοικητική διαφορά ουσίας.
2. Η εισαγόμενη με το ένδικο βοήθημα της προσφυγής του άρθρου 8 ν. 3886/2010 διαφορά ουσίας, εν όψει των λόγων κήρυξης της ακυρότητας της σύμβασης, δεν έχει ως αιτία τη σύμβαση και δεν υπάγεται, συνεπώς, στην αρμοδιότητα του δικαστή της σύμβασης, αλλά στην αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων και του Συμβουλίου της Επικρατείας σύμφωνα με τα οριζόμενα στον ν. 3886/2010.
3. Οι προσβαλλόμενες συναγόμενες μονομερείς πράξεις είναι συναφείς, όπως άλλωστε είναι συναφείς και οι επίδικες τροποποιητικές συμφωνίες, εφ’ όσον έχουν έρεισμα, ομοίου κατ’ ουσίαν περιεχομένου όρους των αρχικών συμβάσεων παραχώρησης και προβάλλονται κατ’ αυτών κοινές αιτιάσεις (πρβλ. ΣτΕ 664/1990, 2381/1994, 3707/1999, 335/2004). Παραδεκτώς, συνεπώς, προσβάλλονται με ένα δικόγραφο, στο οποίο επιτρεπτώς, ενόψει των δεδομένων της υπόθεσης, σωρεύονται τα δυο ένδικα βοηθήματα της αίτησης ακύρωσης και της προσφυγής του άρθρου 8 ν.3886/2010.
4. Το έννομο συμφέρον για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως πρέπει να υφίσταται σωρευτικώς στα τρία χρονικά σημεία της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως, της προσβολής της ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και της συζήτησης της υπόθεσης στο Δικαστήριο τούτο. Ο κανόνας αυτός, ο οποίος συνάγεται, κατά τα παγίως κριθέντα, από το άρθρο 47 του π.δ/τος 18/1989, εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν κατά την διαδικασία συνάψεως των δημοσίων συμβάσεων.
5. Η φορολογική ενημερότητα, ως προϋπόθεση συμμετοχής της αιτούσας εταιρείας στην διαγωνιστική διαδικασία, η οποία θα έπρεπε να προκηρυχθεί για την ανάθεση των επίδικων έργων, πρέπει να υπάρχει τόσο κατά το χρόνο, στον οποίο ανάγονται οι λογιζόμενες ως προσβαλλόμενες με την αίτηση ακύρωσης υπουργικές αποφάσεις και κατα τον οποίο συνήφθησαν οι επίμαχες τροποποιητικές συμβάσεις παραχώρησης, όσο και κατά το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος με την κατάθεση του δικογράφου στο Συμβούλιο της Επικρατείας, προκειμένου να θεμελιώνεται έννομο συμφέρον για την άσκηση τόσο της αίτησης ακύρωσης, όσο και της προσφυγής του άρθρου 8 ν.3886/2010.